Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020



ΠΩΣ ...ΚΟΨΑΝΕ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ TOY KOΡΑΚΟΥ



Θυμάται και μας διηγείται –Νοέμβρη του 1993- η αυτόπτης μάρτυς, Κατερίνα Καραγιαννάκη, από το χωριό Πηγές της Άρτας.

[από τον 4ο τόμο “Γεφυρογραφία της Πίνδου”]

«Πριν κόψουνε το γιοφύρι, τρεις μέρες είχανε που περνάγανε οι αντάρτες. Έρχονταν απ’ τα μέρη της Άρτας, απ’ τη Σκουληκαριά και άλλα. Το 1949 αυτά. Τη πρώτη μέρα πέρασαν πάρα πολλοί, χιλιάδες μπορώ να σου πω. Τη δεύτερη μέρα ήρθανε τα αεροπλάνα του στρατού και βομβαρδίσανε, εκεί δίπλα απ’ το γιοφύρι, απ’ τη δικιά μας τη μεριά, τις Πηγές. Τη δεύτερη λοιπόν μέρα έφκιασαν οι αντάρτες σε τρία σημεία, στα άκρα και τη μέση της καμάρας, έφκιασαν τρύπες, για να έχουνε έτοιμο για να βάλουνε δυναμίτες και να το ανατινάξουνε. Είχανε τα τσουβάλια το δυναμίτη εκεί έτοιμα. Και τη τρίτη μέρα, μετά, αφού περάσαν όλοι, άντρες, παιδιά, νέοι, γέροι, πράματα, γίδια, πρόβατα, γελάδια, τα κοπάδια, έβαλαν φωτιά και το ανατίναξαν το γιοφύρι. Ερχόταν στρατός πίσω, γι’ αυτό το ανατίναξαν. Θα ήταν εννιά η ώρα περίπου το βράδυ.

Εγώ ήμουν ακριβώς εκεί, στην αριστερή όχθη. Ήτανε γκρεμός. Επάνω απ’ αυτούνη τη κούλια ήτανε γκρεμός και εγώ ήμουνα μέσα σε μια τρύπα και έβλεπα όλα αυτά, που περνάγανε οι άνθρωποι. Θα ήμουν τότε 16 χρονών. Όταν κόπηκε το γιοφύρι, κόντεψα κι εγώ να πέσω μέσα. Πετάχτηκαν οι πέτρες, έπεσαν όλα μέσα στο ποτάμι…

Απέναντι, απ’ τη πλευρά της Άρτας, έμεινε ένας απ’ τους αντάρτες, ένας που δε πρόλαβε να περάσει. Κρύφτηκε εκεί, μέσα στα κέδρα που λέμε εμείς, κρύφτηκε τρεις μέρες και δε τον έβλεπε κανένας. Μετά τις τρεις μέρες, σκοτώθηκε κει μόνος του, αυτοκτόνησε…

Όταν λοιπόν κόπηκε το γιοφύρι, βλέπω τότε, κατέβαιναν από απέναντι, τρεις άντρες, ένας των ΤΕΑ -ήτανε με το μπερέ- και δυο στρατιώτες. Και ήρθαν ακριβώς κοντά στο γκρεμισμένο γιοφύρι. Τους βλέπω και τους τρεις, πάτησαν μια νάρκα, τους βλέπω και τους τρεις στον αέρα, έναν εδώ, άλλον εκεί, άλλον απάνω. Σκοτώθηκαν. Είχανε βάλει γύρω απ’ το γιοφύρι νάρκες αυτοί, οι αντάρτες. Ο ένας ήταν ο Πίττας, απ’ το χωριό μας…

Έπειτα που κόπηκε το γιοφύρι, πνίγηκαν πάρα πολλοί ανθρώποι στο ποτάμι. Δεν υπήρχε βλέπεις πια πέρασμα. Και τι δε περνούσε παλιά απ’ το γιοφύρι. Πέρναγε όλος ο κόσμος, με ζώα φορτωμένα, πρόβατα, γελάδια. Έρχονταν απ’ το Μουζάκι, το Ανθηρό, απ’ το Τριζόλο που λέγανε παλιά, τα χωριά αυτά, και πήγαιναν στα χειμαδιά, στ’ Αγρίνιο, απ’ τα χωριά της Αργιθέας προς την Άρτα. Πού να περάσουν τώρα;

Κάναν μετά από κανά δυο χρόνια, είχαν ανάγκη να περνούν απέναντι, κάναν με σύρματα που μαζέψαν χοντρά, βάλαν καρότσι, κάναν κάποιο πρόχειρο πέρασμα. Το ’φτιαξε ο άντρας μου με το πατέρα του. Από δέντρο σε δέντρο το συρματόσχοινο, ένα κουτί, κασόνι, ένα κρίκο μπροστά κι ένα πίσω, καναβιές που τράβαγαν, κι έτσι περνούσανε δυο άτομα, όχι παραπάνω. Το καινούργιο γιοφύρι, το τσιμεντένιο, τέλειωσε το 1959…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου